γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… … Dictionary of Greek
στρέψη — Παραμόρφωση που υφίσταται ένα στερεό από τις δράσεις δύο ζευγών, ίσης και αντίθετης ροπής, τα οποία βρίσκονται σε επίπεδα δύο διάφορων εγκάρσιων τομών του ορισμένου σώματος. Με τις συνθήκες αυτές, το σώμα δεν υφίσταται περιστροφή στο σύνολό του,… … Dictionary of Greek
φάτνωμα — το, ΝΜΑ [φατνῶ / ώνω] 1. καθένα από τα κοίλα ορθογώνια που σχηματίζονται στην οροφή από την διασταύρωση τών δοκών της 2. η ανάγλυφη πλάκα που καλύπτει τα κοίλα τετράγωνα τής οροφής («τό τε ὀρόφωμα ποιῆσαι ἐκ φατνωμάτων χρυσοῡν», Ευσ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
Camunni — Felsbilder im Valcamonica: Camunische Rose zwei menschlichen Figuren (eine im Martellina , die andere in Graffiti ) Die Camunni bildeten die alte eisenzeitliche Bevölkerung im Val Camonica des ersten vorchristlichen Jahrtausends. Der lateinische… … Deutsch Wikipedia
Camunni — Art rupestre du Valcamonica: camunienne rose et deux personnages (un dans martellina , l autre en graffiti ) Les Camunni étaient d anciennes populations situées au cours de l âge du fer (Ier millénair … Wikipédia en Français
Camunni — Saltar a navegación, búsqueda Arte rupestre de Val Camonica: rosa camuna y dos figuras humanas (una en martellina , el otro en graffiti ) La población de los Camunni se encuentra en la Edad del Hierro (I milenio a. C.) en Val Camonica; el nombre… … Wikipedia Español
Каммуны — Камунский Самоназвание: неизвестно; Страны: Италия: южные Альпы Вымер: I век Классификация Категория: Я … Википедия
Камуны — … Википедия
повелѣньныи — (6*) пр. Приказанный: посла ихъ всѧ ˫азыкы просвѣщати во тмѣ невидѣны˫а сѣдѧщихъ… ѡвѣмъ ѹбо ѿ ни(х). въсточны˫а страны. ѡвѣм же западна˫а приемшемъ проходити… || …повелѣнную имъ исполнѧюще заповедь. (προστεταγμένον) ЖВИ XIV–XV, 3а–б; повелѣньна˫а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)